Η πόλη της Νέας Υόρκης κήρυξε πόλεμο στους τεχνολογικούς κολοσσούς των κοινωνικών δικτύων. Με μια εκτενή αγωγή που ξεπερνά τις 300 σελίδες, η δημοτική αρχή κατηγορεί τις Facebook, instagram, Snap, TikTok και YouTube ότι με τον τρόπο λειτουργίας τους έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας επικίνδυνης κρίσης ψυχικής υγείας στους νέους.
Η αγωγή, που κατατέθηκε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο, περιγράφει τα δημοφιλή κοινωνικά δίκτυα ως “ψηφιακά προϊόντα σχεδιασμένα να εθίζουν” και να κρατούν τους εφήβους καθηλωμένους στις οθόνες τους. Σύμφωνα με τη Νέα Υόρκη, οι εταιρείες αυτές αξιοποίησαν τεχνικές που εκμεταλλεύονται την ψυχολογία της ανταμοιβής, οδηγώντας τα παιδιά σε υπερβολική χρήση με σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική τους ισορροπία.
Οι κατηγορίες: «Σχεδίασαν συνειδητά τις πλατφόρμες για εθισμό»
Στο επίκεντρο της αγωγής βρίσκεται ο τρόπος με τον οποίο οι πλατφόρμες επιδιώκουν να διατηρήσουν τους χρήστες “ενεργούς”. Η πόλη υποστηρίζει πως λειτουργίες όπως το ατελείωτο scroll, οι συνεχείς ειδοποιήσεις, τα εξατομικευμένα feed και οι αλγόριθμοι προτεινόμενου περιεχομένου έχουν στόχο όχι την ενημέρωση ή τη διασκέδαση, αλλά τη συνεχή δέσμευση της προσοχής.
Αυτή η «μηχανή αλληλεπίδρασης», όπως την αποκαλεί η αγωγή, ενθαρρύνει συμπεριφορές που θυμίζουν εξάρτηση. Οι έφηβοι μπαίνουν για “λίγα λεπτά” και καταλήγουν να ξοδεύουν ώρες σε ένα ψηφιακό περιβάλλον που ενισχύει το άγχος, την αίσθηση ανεπάρκειας και την κοινωνική πίεση.
Η Νέα Υόρκη θεωρεί ότι αυτό το μοντέλο επιχειρηματικής λειτουργίας έχει δημόσιες συνέπειες: αυξημένα περιστατικά κατάθλιψης και άγχους σε μαθητές, περισσότερες παρεμβάσεις ψυχολόγων στα σχολεία και αυξανόμενη επιβάρυνση στα δημοτικά συστήματα υγείας και κοινωνικής πρόνοιας.
Το νομικό επιχείρημα: «Δημόσια όχληση» από τα social media
Η αγωγή δεν περιορίζεται στην οικονομική αποζημίωση. Η πόλη χρησιμοποιεί τον όρο “public nuisance”, που στα νομικά σημαίνει “δημόσια όχληση” – ένα εργαλείο που επιτρέπει στις αρχές να ζητήσουν περιορισμούς και διορθωτικά μέτρα για πρακτικές που βλάπτουν τη δημόσια υγεία ή την κοινωνική ευημερία.
Με απλά λόγια, η Νέα Υόρκη κατηγορεί τις εταιρείες ότι έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον ψηφιακής τοξικότητας, το οποίο υπονομεύει την ανάπτυξη των νέων και επιβαρύνει τους θεσμούς της πόλης. Η αγωγή ζητά τόσο οικονομικές κυρώσεις όσο και αναγκαστικές αλλαγές στις πρακτικές σχεδιασμού των πλατφορμών, ώστε να μειωθεί η επιρροή των “εθιστικών” μηχανισμών.
Πώς επηρεάζονται οι νέοι
Τα τελευταία χρόνια, τα δεδομένα δείχνουν ότι η καθημερινή έκθεση των εφήβων στα κοινωνικά δίκτυα έχει φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα. Παιδιά ηλικίας 12–17 ετών περνούν πολλές ώρες καθημερινά σε εφαρμογές όπως το Instagram, το TikTok και το Snapchat.
Η υπερβολική χρήση έχει συνδεθεί με αυξημένα περιστατικά άγχους, κατάθλιψης, αϋπνίας, διαταραχών συγκέντρωσης και φαινομένων απομόνωσης. Παράλληλα, η συνεχής σύγκριση με “τέλειες” εικόνες στα κοινωνικά μέσα ενισχύει την ανασφάλεια και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, κυρίως στα κορίτσια.
Η πόλη αναφέρει ότι έχει παρατηρηθεί αύξηση αιτημάτων ψυχολογικής υποστήριξης σε σχολεία, ενώ καταγράφονται περισσότερα περιστατικά αυτοτραυματισμού ή επικίνδυνων “viral προκλήσεων”. Οι αρχές θεωρούν πως τα κοινωνικά δίκτυα έχουν εξελιχθεί σε παράγοντα δημόσιας υγείας, με επιρροή συγκρίσιμη με αυτή του καπνίσματος ή της παχυσαρκίας τις προηγούμενες δεκαετίες.
Η απάντηση των εταιρειών
Αν και οι εταιρείες που στοχοποιούνται δεν έχουν προχωρήσει σε δημόσιες δηλώσεις, η στάση τους είναι προβλέψιμη: υποστηρίζουν πως προσφέρουν εργαλεία γονικού ελέγχου, φίλτρα περιεχομένου και χρονικά όρια χρήσης, ενώ θεωρούν ότι η ευθύνη ανήκει κυρίως στους γονείς και στα σχολεία.
Ωστόσο, η Νέα Υόρκη αντιτείνει ότι τα μέτρα αυτά είναι προαιρετικά, δύσκολα στην εφαρμογή και πολλές φορές «κρυμμένα» στις ρυθμίσεις. Κατά συνέπεια, οι περισσότεροι έφηβοι δεν προστατεύονται ουσιαστικά.
Ένα προηγούμενο με τεράστιο ενδιαφέρον
Η υπόθεση μπορεί να εξελιχθεί σε νομικό προηγούμενο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και διεθνώς. Αν η Νέα Υόρκη πετύχει να αποδείξει ότι τα κοινωνικά δίκτυα έχουν προκαλέσει ζημία σε επίπεδο δημόσιας υγείας, τότε ανοίγει ο δρόμος για ανάλογες αγωγές από άλλες πόλεις ή πολιτείες.
Παράλληλα, θα αυξηθεί η πίεση προς τις εταιρείες να τροποποιήσουν τον σχεδιασμό των εφαρμογών τους – να περιορίσουν τα αλγοριθμικά feeds, να μειώσουν τα “αντανακλαστικά ανταμοιβής” και να επιβάλουν αυστηρότερους μηχανισμούς γονικού ελέγχου.
Για τους αναλυτές, η αγωγή της Νέας Υόρκης δεν είναι απλώς νομική μάχη· είναι μια κοινωνική τομή. Θέτει στο επίκεντρο το ερώτημα: πού τελειώνει η ευθύνη της εταιρείας και πού αρχίζει η ευθύνη της κοινωνίας;
Ένα μήνυμα προς τη βιομηχανία της τεχνολογίας
Η υπόθεση αυτή έρχεται σε μια εποχή όπου η σχέση των νέων με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επαναξιολογείται. Οι γονείς, τα σχολεία και οι αρχές αναζητούν τρόπους να προστατεύσουν τα παιδιά από το διαρκές ψηφιακό στρες. Η Νέα Υόρκη, με την αγωγή αυτή, φαίνεται να λέει ξεκάθαρα ότι η αυτορρύθμιση δεν αρκεί.
Το αν αυτή η νομική μάχη θα οδηγήσει σε πραγματική αλλαγή, θα εξαρτηθεί από την έκβαση των διαδικασιών. Αλλά ακόμη κι αν δεν οδηγήσει άμεσα σε καταδίκη, ήδη αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε τις πλατφόρμες – όχι μόνο ως εργαλεία επικοινωνίας, αλλά ως δομές επιρροής με κοινωνικό αποτύπωμα.